Δοθέντος ενός DFA καλούμαστε να αποφασίσουμε με αλγοριθμικό τρόπο για το αν
Πρέπει δηλ. να βρούμε ένα τρόπο να απαντήσουμε αν η γλώσσα του είναι κενή ή όχι, και αν είναι άπειρη ή όχι ( ; και ;). Και πρέπει ο τρόπος απόφασης να είναι αλγοριθμικός, δηλ. να μπορούμε να γράψουμε ένα πρόγραμμα στον υπολογιστή το οποίο, όποια και να είναι η απάντηση, να μπορεί να τη βρίσκει. Αυτό σημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση (όποια και να είναι η απάντηση) πρέπει το πρόγραμμα αυτό (α) να τελειώσει και (β) να δώσει τη σωστή απάντηση.
Η απαίτηση για το (β) είναι προφανής στον περισσότερο κόσμο αλλά δεν είναι ίσως φανερό τι εννοούμε με το (α). Είναι λοιπόν χρήσιμο να τονίσουμε ότι ο ακόλουθος αλγόριθμος για να αποφασίσουμε το ερώτημα δεν είναι αποδεκτός:
Με τον υπολογιστή μας απαριθμούμε όλες τις λέξεις του ως εξής. Πρώτα απαριθμούμε όλες τις λέξεις μήκους 0 (υπάρχει μόνο μία, η κενή λέξη ), μετά απαριθμούμε τις λέξεις μήκους 1 (υπάρχουν τόσες όσα και α γράμματα του , δηλ. το πλήθος τους είναι ), μετά τις λέξεις μήκους 2 (υπάρχουν ακριβώς τέτοιες), κ.ο.κ. Με αυτό τον τρόπο απαρίθμησης διανύουμε όλες τις λέξεις του , χωρίς να ξαχνάμε καμιά. Για κάθε λέξη θα έρθει κάποτε η σειρά να την εξετάσουμε. Παράλληλα με την απαρίθμηση προγραμματίζουμε τον υπολογιστή μας να εξετάζει κάθε μια από τις αριθμούμενες λέξεις για το αν περνάνε από το ή όχι. Αν έστω και μια βρεθεί που να αναγνωρίζεται από το τότε σταματάέι ο αλγόριθμος και απαντά ΝΑΙ (στο ερώτημα αν ), αλλιώς συνεχίζει.Είναι φανερό ότι αυτή η μέθοδος κάνει, κατά κάποιο τρόπο, μισή δουλειά, μια και δεν είναι ποτέ δυνατό να απαντήσει ΟΧΙ, αφού δεν ξέρουμε, όσες λέξεις και να έχουμε δει μέχρι στιγμής, για το αν υπάρχει λέξη της που να βρίσκεται παρακάτω στην αρίθμησή μας, π.χ. να έχει μεγαλύτερο μήκος απ' ό,τι έχουμε εξετάσει μέχρι στιγμής. Αν η απάντηση στο ερώτημα είναι ΝΑΙ τότε, αργά ή γρήγορα, ο αλγόριθμός μας θα απαντήσει ΝΑΙ, δε συμβαίνει όμως το ίδιο και με το ΟΧΙ.
Πώς θα μπορούσε κάπως να διορθωθεί ο αλγόριθμος που μόλις περιγράψαμε;
Αν είχαμε ένα τρόπο, με δεδομένη την περιγραφή του , να ξέρουμε πόσο μεγάλη (το πολύ) είναι η μικρότερη σε μήκος λέξη της , αν μια τέτοια λέξη υπάρχει, τότε θα προγραμματίζαμε τον υπολογιστή μας να σταματάει την απαρίθμηση όταν έχει περάσει αυτό το φράγμα και δεν έχει βρει ακόμη λέξη της , αφού είναι πλέον σίγουρο ότι όσο και να συνεχίσει δε θα βρει άλλη. Αυτό το σκοπό, και για τα δύο ερωτήματα που μας απασχολούν, εξυπηρετεί το παρακάτω θεώρημα, που είναι ουσιαστικά πόρισμα του Λήμματος Άντλησης.
2. Αν υπάρχει
με
τότε (χρησιμοποιώντας μόνο την
ανισότητα
) από το Λήμμα Άντλησης το σπάει σε
,
, έτσι ώστε οι λέξεις , , ανήκουν
όλες στην . Αλλά αυτές είναι άπειρες το πλήθος, άρα
.
Αντίστροφα, έστω
και υποθέσουμε ότι δεν υπάρχει
λέξη με μήκος από έως και , ας πάρουμε να είναι λέξη με ελάχιστο
μήκος μεγαλύτερο ή ίσο του (τέτοιες λέξεις υπάρχουν αναγκαστικά αφού η
έχει υποτεθεί άπειρη γλώσσα).
Το Λήμμα Άντλησης εφαρμόζεται και πάλι αφού
άρα
η λέξη γράφεται , με
και
και
(για ).
Άρα
και αφού
και
συμπεραίνουμε ότι
, άρα (έχουμε υποθέσει ότι δεν υπάρχουν
λέξεις στην με μήκος από έως και )
,
πράγμα που αντιφάσκει με το ότι η έχει ελάχιστο μήκος ανάμεσα στις
λέξεις της με μήκος τουλάχιστον .
Είμαστε τώρα σε θέση να δείξουμε το ακόλουθο αποτέλεσμα.
2. Απαριθμούμε όλες τις λέξεις μήκους από έως και με γράμματα από το . Αν έστω και μια από αυτές αναγνωρίζεται τότε απαντάμε ΝΑΙ, αλλιώς απαντάμε ΟΧΙ. Η μέθοδος είναι σωστή με βάση το Θεώρημα 6.2.
3. Θέλουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα
Πάνω στο σύνολο όλων των λέξεων ορίζονται φυσιολογικά οι εξής σχέσεις ισοδυναμίας
Αν η είναι κανονική τότε αναγνωρίζεται από ένα DFA
και το ζητούμενο είναι η Άσκηση 5.8.5.
Έστω ότι η γλώσσα είναι ένωση κλάσεων μιας σχέσης ισοδυναμίας
που έχει πεπερασμένο δείκτη
.
Θα δείξουμε ότι ο δείκτης της είναι το πολύ , άρα πεπερασμένος.
Δείχνουμε κατ' αρχήν τη συνεπαγωγή : Έστω , και . Επειδή δεξιά αναλλοίωτη έπεται . Άρα το ανήκει στην ίδια -κλάση με το . Αφού όμως , και η είναι ένωση κλάσεων της , ολόκληρη η -κλάση του περιέχεται στην , άρα . Δείξαμε δηλ. ότι , και ακριβώς το ίδιο προκύπτει και η αντίστροφη συνεπαγωγή, άρα , όπως θέλαμε να δείξουμε.
Η συνεπαγωγή που δείξαμε ( ) σημαίνει ότι κάθε κλάση της περιέχεται εξ ολοκλήρου σε μια κλάση της . Πράγματι, έστω , όπου μια -κλάση, και έστω , όπου η -κλάση του . Δείχνουμε τότε ότι . Έστω λοιπόν . Αυτό σημαίνει άρα και , οπότε .
Αφού κάθε -κλάση περιέχεται σε μια -κλάση λοιπόν δε μπορούν οι -κλάσεις να είναι περισσότερες από τις -κλάσεις, γιατι τότε θα υπήρχε κάποια -κλάση που δε θα περιείχε καμιά -κλάση και θα ήταν κενή, πράγμα που εξ ορισμού δε γίνεται.
Υποθέτουμε τώρα ότι η έχει πεπερασμένο δείκτη και δείχνουμε ότι
η αναγνωρίζεται από κάποιο DFA , άρα είναι κανονική.
Αν
συμβολίζουμε με την -κλάση ισοδυναμίας της λέξης .
Επαναλαμβάνοντας τον ορισμό (8) (ή εφαρμόζοντας επαγωγή στο μήκος της λέξης ) βλέπουμε ότι